Αλλαγές στον Αστικό Κώδικα (ΑΚ) επέφεραν οι ευρωπαϊκές Οδηγίες υπ’ αριθμούς 2019/770 και 2019/771, ρυθμίζοντας το ζήτημα των συμβάσεων προμήθειας προϊόντων ψηφιακού περιεχομένου και ψηφιακών υπηρεσιών. Ratio του ευρωπαϊκού νομοθέτη είναι η διεύρυνση της προστασίας του καταναλωτή.
Ποιες είναι οι νέες ρυθμίσεις;
Η Οδηγία 2019/771 ρυθμίζει ορισμένες πτυχές των συμβάσεων πώλησης αγαθών, αφενός τροποποιεί τον κανονισμό ΕΕ 2017/2394 (σχετικά με τη συνεργασία των εθνικών αρχών με την αρμοδιότητα επιβολής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και με την κατάργηση του κανονισμού ΕΚ/2006/2004) αλλά και την Οδηγία 2009/22/ΕΚ (περί αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών), και αφετέρου καταργεί την Οδηγία 1999/44/ΕΚ (σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών).
Οι βασικές αλλαγές της Οδηγίας 2019/771 είναι:
- Η επέκταση του τεκμηρίου, από έξι μήνες σε ένα έτος, ότι ένα ελάττωμα στο προϊόν πώλησης υπήρχε ήδη κατά την παράδοσή του. Αυτή η ρύθμιση αφορά όλες τις συμβάσεις πώλησης καταναλωτικών αγαθών.
- Η επιβολή σε πωλητές αυστηρότερων απαιτήσεων πληροφόρησης των καταναλωτών μέσω εντύπων. Μάλιστα δε, στην περίπτωση ορισμένων προϊόντων ψηφιακού περιεχομένου αποτελεί υποχρέωση του πωλητή να παρέχει ενημερώσεις λογισμικού και αναβαθμίσεις, ώστε να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα και η ασφάλεια των προϊόντων και μετά την παράδοσή τους.
- Η θέσπιση ειδικών κανονισμών όσον αφορά προϊόντα για τα οποία έχει συμφωνηθεί μόνιμη παροχή ψηφιακών στοιχείων (συγκεκριμένα διασφαλίζεται ότι τα ψηφιακά στοιχεία παραμένουν απαλλαγμένα από ελαττώματα καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνημένης περιόδου παροχής).
Όσον αφορά την Οδηγία 2019/770 σχετικά με την παροχή ψηφιακών προϊόντων ή υπηρεσιών σε καταναλωτές, περιέχονται οι εξής νέες ρυθμίσεις:
- Επέκταση των περιπτώσεων αντιστροφής του βάρους απόδειξης και στις περιπτώσεις έλλειψης συμμόρφωσης του πωλητή στις νέες απαιτήσεις των Οδηγιών. Στο μέλλον ο έμπορος θα φέρει το βάρος απόδειξης κατά το 1ο έτος μετά την παροχή του προϊόντος.
- Τεκμήριο ελαττωματικότητας του ψηφιακού προϊόντος καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου παροχής, εφόσον το ελάττωμα εμφανιστεί κατά την περίοδο αυτής.
- Παράταση των προθεσμιών παραγραφής με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να έχουν εκτεταμένα δικαιώματα εγγύησης ανεξάρτητα από τον τύπο σύμβασής τους.
- Θέσπιση των λεγόμενων «αντικειμενικών και υποκειμενικών απαιτήσεων» στα προϊόντα που αφορούν την Οδηγία, ώστε η τήρηση αυτών να επιφέρει την απαλλαγή του πωλητή σε ζητήματα ευθύνης ελαττωματικότητας του προϊόντος.
Πρακτικά πεδία εφαρμογής των Οδηγιών
Αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2019/770 είναι τα προϊόντα με ψηφιακό περιεχόμενο και οι ψηφιακές υπηρεσίες ανεξαρτήτου διαύλου πώλησης, ενώ οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 2019/771 αφορούν ένα ευρύτερο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, από το οποίο όμως εξαιρούνται ακίνητα και μεταχειρισμένα αγαθά που πωλούνται σε δημόσιους διαγωνισμούς.
Σε κάθε περίπτωση οι Οδηγίες αφορούν συμβάσεις πώλησης (αρ. 513 επ. ΑΚ) αλλά και συμβάσεις προμήθειας αγαθών με ψηφιακά στοιχεία που πρόκειται να κατασκευασθούν ή να παραχθούν (συμβάσεις έργου αρ. 681 επ. ΑΚ).
Υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των προαναφερθέντων ευρωπαϊκών Οδηγιών είναι η καταναλωτική πώληση, η πώληση δηλαδή από πωλητή σε άτομο που προορίζει το προϊόν για ιδιωτική και όχι για επαγγελματική χρήση (καταναλωτής).
Σημαντικό είναι ωστόσο να αναφερθεί, ότι οι ρυθμίσεις των Οδηγιών είναι γενικεύσιμες και ανταποκρίνονται ισορροπημένα στα συμφέροντα του προμηθευτή και του λήπτη και στις μη καταναλωτικές συμβάσεις (μεταξύ δηλαδή δύο επιχειρηματιών που ενδιαφέρονται για την επαγγελματική χρήση του προϊόντος). Αν το πεδίο εφαρμογής των Οδηγιών παρέμενε μόνο στις καταναλωτικές συμβάσεις, θα σήμαινε προβλήματα σε συμβάσεις διττού σκοπού, καταναλωτικού και μη, και την μη επαρκή προστασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπου τα προϊόντα έχουν συνήθως διττή χρησιμότητα.
Νέα ρύθμιση αποτελεί και το άρθρο 18 των Οδηγιών, το οποίο δεν αποκλείει σε ζητήματα ευθύνης τυχόν άσκηση δικαιώματος αναγωγής έναντι «των λοιπών κρίκων στην αλυσίδα» των συναλλαγών πέραν του τελικού πωλητή.
Κοινός ρυθμιστικός σκοπός των Οδηγιών
Η Οδηγία 2019/771 αντικατέστησε την προηγούμενη Οδηγία 1999/44,η οποία είχε μεταφερθεί με τον ν. 3043/2002 στην ελληνική νομοθεσία με αποτέλεσμα να επηρεαστούν τα αρ. 534-572 του Αστικού Κώδικα.
Κατά το άρθρο 4 αμφοτέρων οδηγιών τα κράτη μέλη δεν μπορούν καταρχήν να υιοθετούν στο εθνικό δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Οδηγίας, είτε εντείνουν είτε απομειώνουν το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Οι Οδηγίες προβλέπουν λοιπόν μέγιστη έως και πλήρη εναρμόνιση του κρατικού νομοθετικού πλαισίου, σε αντίθεση με την προηγούμενη Οδηγία 1999/44 σχετικά με την προστασία του καταναλωτή. Οι ενιαίοι κανόνες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξυπηρετούν και τα συμφέροντα των προμηθευτών, ώστε να μην υπάρχουν αποκλίσεις και να διευκολυνθεί το εμπόριο εντός της ΕΕ.
Με αυτήν την ενσωμάτωση πρέπει να εκσυγχρονισθούν οι διατάξεις του κεφαλαίου της πώλησης του ΑΚ, ώστε να ανταποκρίνονται πληρέστερα στην ψηφιακή οικονομία και να ρυθμίζεται κατά τρόπο ενιαίο κάθε πώληση, ανεξαρτήτως της ιδιότητας των συμβαλλομένων ως εμπόρων ή καταναλωτών.
Πώς πρέπει να εναρμονιστεί το εθνικό δίκαιο;
Ακόμα, αποφασίστηκε το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/771 να ενσωματωθεί στον ΑΚ και ειδικότερα στα άρθρα 513 επ., ενώ κάποιες μεμονωμένες ρυθμίσεις να εισαχθούν στο ν. 2251/1994, που αφορά στην προστασία του καταναλωτή.
Λοιπές ρυθμίσεις που αφορούν τις συμβάσεις έργου θα ενσωματωθούν στην ελληνική νομοθεσία με ειδικό νομοθέτημα, ώστε να αποφευχθούν πολλαπλές αλλαγές και στο χωρίο για τις συμβάσεις έργου του ΑΚ.